Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα του μεγάλου Νίκου Καββαδία και μια από τις ωραιότερες μελοποιήσεις ποιημάτων από τον Δημήτρη Ζερβουδάκη…

"Γράμμα σε ένα Ποιητή": Η ιστορία πίσω από το υπέροχο ποίημα του Καββαδία που μελοποίησε ο Ζερβουδάκης

Ένα ποίημα του μεγάλου μας ποιητή που συνοδεύεται από μύθους και ιστορίες..

Μία φήμη που κυκλοφορεί αρκετά χρόνια για το υπέροχο ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ» του Καββαδία υποστηρίζει ότι ο ποιητής το έγραψε για κάποιο νεαρό ποιητή ονόματι Καίσαρα, ο οποίος αυτοκτόνησε μια μέρα στο γραφείο του ανάμεσα σε σωρούς από βιβλία και χαρτιά, έχοντας αφήσει ως τελευταίο του σημείωμα τη φράση:“Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…”

Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική.

Ο Καββαδίας το έγραψε πράγματι το 1932 για το νεαρό, τότε, ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ, ο οποίος όμως ποτέ δεν αυτοκτόνησε…Ο Καίσαρας Εμμανουήλ, ο ποιητής αυτός που κάπνιζε τσιγάρα «Κάμελ», πέθανε το 1970, στα 68 του χρόνια, από ζάχαρο, σε δημοτικό νοσοκομείο της Αθήνας…

"Γράμμα σε ένα Ποιητή": Η ιστορία πίσω από το υπέροχο ποίημα του Καββαδία που μελοποίησε ο Ζερβουδάκης

Το 1933 κυκλοφόρησε και η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το περίφημο «Μαραμπού», με πρόλογο του Εμμανουήλ, το οποίο περιείχε, μεταξύ άλλων, και αφιερώσεις σε άλλους ποιητές: στο Ράντο, στο Μελαχρινό, στον Ουράνη και το παραπάνω ποίημα στον ίδιο τον Εμμανουήλ.

Το ποίημα θεωρείται ότι είναι όντως απάντηση σε εκείνη τη φράση του Εμμανουήλ, η οποία πάντως μάλλον δε συναντάται σε κάποιο ποίημα κάποιας από τις 4 ποιητικές του συλλογές, επομένως εικάζεται ότι μπορεί να αφορούσε κάτι που είχε κυκλοφορήσει σε λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής. Εξάλλου, λέγεται ότι ο Καββαδίας είχε υπ’ όψιν του μία περίοδο κατάθλιψης που φαίνεται ότι διήγε ο Εμμανουήλ τότε. Σε εκείνη την περίοδο της κατάθλιψής του, θεωρείται ότι αντιστοιχεί και μία αφιέρωση σ’ αυτόν από τον Αναστάσιο Δρίβα: «Ούτε κι απόψε βρήκαμε τη γεύση και το χρώμα / και το βαθύ γαρύφαλλο του κάκου θα μαδήσει / στα φλογερά σου δάχτυλα σα νέφος μες στη δύση.»

Υπάρχει άλλη μια φήμη που θέλει τον Καββαδία λέγοντας Γκρέτα να εννοεί την Γκρέτα Γκάρμπο. Λέγεται ότι ο στίχος “Και μια βραδιά στην Μπούρμα ή στην Μπατάβια στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει γυμνή στα 17 στιλέτα ανάμεσα θα δείτε την Γκρέτα να επιστρέψει” είναι γραμμένος για εκείνη. Αλλά αυτό δεν είναι επιβεβαιωμένο.

Ποιός ήταν ο Καίσαρας Εμμανουήλ…

Ο Καίσαρ Εμμανουήλ γεννήθηκε στην Αθήνα, καταγόταν όμως από την Πάτρα. Ήταν δεύτερος ξάδελφος του ποιητή Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου (Jean Moreas). Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια πέρασε στον Πόρο, το Δραγάτσι και τέλος στον Πειραιά, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε τις σπουδές του στο τελευταίο έτος για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και μετά την ολοκλήρωσή της αναγκάστηκε να εργαστεί, έτσι δεν αποφοίτησε παρά το 1938. Άνοιξε φροντιστήριο στο Νέο Φάληρο και το 1928 διορίστηκε μεταφραστής. Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο δίδαξε σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια για εικοσιπέντε περίπου χρόνια. Από το 1937 ως το 1940 συνεργάστηκε με ρουμανική εφημερίδα ως γαλλόφωνος φιλολογικός ανταποκριτής.

Μετά το 1953 εργάστηκε στην εκπαίδευση στην Κύπρο, την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και την Ισμαηλία. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα αφοσιώθηκε στις λογοτεχνικές μεταφράσεις και διασκευές ως το τέλος της ζωής του. Πέθανε από ζάχαρο στο δημοτικό νοσοκομείο της Αθήνας.

"Γράμμα σε ένα Ποιητή": Η ιστορία πίσω από το υπέροχο ποίημα του Καββαδία που μελοποίησε ο Ζερβουδάκης

Το «γράμμα στον ποιητή Καίσαρ Εμμανουήλ» από την ποιητική συλλογή «Μαραμπού» του Νίκου Καββαδία το 1989 ο Δημήτρης Ζερβουδάκης το μελοποίησε εκπληκτικά. Διάλεξε ένα μέρος του ποιήματος και με ελάχιστες διαφοροποιήσεις το έκανε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια της ελληνικής μουσικής σκηνής.

 

Ολόκληρο το ποίημα «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ του Καββαδία

«Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.

Κάτι που πάντα βρίσκεται σ αιώνια εναλλαγή,

κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,

και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.

Κάτι που θα κανε γοργά να φύγει το κοράκι,

που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.

να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,

προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,

που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,

χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν

με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.

Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ Σκεφτείτε Εγώ.

Ένα καράβι Να σας πάρει, Καίσαρ Να μας πάρει

Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.

Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.

Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,

τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,

κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,

οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες

κι εγώ σ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα

σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε

παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,

γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα

γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,

τους φάρους θε ν ακούγαμε να κλαίνε

και τα καράβια αθέατα θα τ ακούγαμε,

περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,

κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.

εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,

κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.

Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,

μιά γριά σ ένα πολύβουο καφενείο

μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,

κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια

στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει

γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,

θα δείτε ίσως τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,

κι από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,

δε θα ναι ποιητικότερο και πι όμορφο,

ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,

λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,

που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,

γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα τανε,

τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.

Κι όπως εγώ για έν αδερφό εδεήθηκα,

για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.»

Και οι στίχοι του Δημήτρη Ζερβουδάκη

«Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει

Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή

Κάτι που σκίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων

Και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη

Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι

Που του γραφείου σου πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά

Να φύγει κράζοντας βραχνά χτυπώντας τα φτερά του

Προς κάποια ακατοίκητη κοιλάδα του νοτιά

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε

κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει

Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι

κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Οι πολιτείες ξένες να μας δέχονταν

οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες

Κι εγώ σ΄ αυτές απλά να σε σύσταινα

σαν σε παλιές γλυκές μου αγαπημένες

Κάτι που θα ΄κανε τα υγρά παράδοξα σου μάτια

Που αβρές μαθητριούλες τ ΄αγαπούν και σιωπηροί ποιητές

Χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουνε

Με κάποιο τρόπο που όπως λεν δεν γέλασαν ποτέ

Γνωρίζω κάτι που μπορούσε βέβαια να σε σώσει

Εγώ που δεν σε γνώρισα ποτέ για σκέψου εγώ

Ένα καράβι να σε πάρει Καίσαρ να μας πάρει

Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ οδηγώ

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε

κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει

Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι

κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Και μια βραδιά στην Μπούρμα ή στην Μπατάβια

Στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει

Γυμνή στα 17 στιλέτα ανάμεσα

θα δείτε την Γκρέτα να επιστρέψει…»

Η μελοποίηση του Ζερβουδάκη* είναι μία από τις καλύτερες μελοποιήσεις ποιημάτων του Καββαδία που μπορεί να ακούσει κανείς, πολλοί όμως είναι αυτοί που του κρατούν κακία για την αφαίρεση αρκετών στροφών του ποιήματος ή για την αλλαγή μιας-δυο λέξεων, αλλά, κυρίως, για τη μετατροπή σε ενικό του πληθυντικού ευγενείας που ο Καββαδίας είχε επιλέξει.

Η ιστορία πίσω από το ποίημα είναι αυτή που κάνει ίσως τα περί ενικού και πληθυντικού να έχουν αξία.

Πηγή: dinfo.gr