Η ταινία “San Michele aveva un gallo” ( “Ο Σαν Μίκελε είχε ένα κόκορα”) των αδερφών Ταβιάνι που κυκλοφόρησε το 1972 είναι μεταφορά ενός διηγήματος του Λέοντα Τολστόι.

.jpg

Τοποθετείται στην Ιταλία του 1910 και αφηγείται την ιστορία του Τζούλιο Μανιέρι, ο οποίος είναι γόνος εύπορης οικογένειας, αλλά και αρχηγός μιας ομάδας αναρχικών. Η ομάδα πραγματοποιεί εξέγερση ενάντια στους τσιφλικάδες της περιοχής και ο Μανιέρι συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο.

“Δε μ’ αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό,
τα δάκρυά μου δε σας λένε κάτι.
Λοιπόν, διηγηθείτε μου τι έγινε εδώ
να βρω ξανά του νήματος την άκρη.
Πείτε μου εκείνες τις ιστορίες σας,
που κάνουν τα καλάμια να λυγίζουν,
στα όρια των χωραφιών κι εν μέσω άπνοιας
τα μέτωπα των αγροτών δροσίζουν.
Πείτε μου εκείνες τις ιστορίες σας.
Φωτογραφίες δείξτε μου αυτών που Κυριακή
γεννήθηκαν κι εκείνων που έχουν πέσει,
από τη βάρκα λίγο πριν φτάσει στην ακτή,
γιατί η ζωή τους πια δεν τους αρέσει.
Τα τραγούδια πείτε μου που λέτε την αυγή,
σαν σβήνουνε τα φώτα στην πλατεία.
Καθώς και τ’ απογεύματα μετά την προσευχή
και πριν να ξεκινήσει η αλητεία.
Τα τραγούδια πείτε μου που λέτε την αυγή.”

.jpg

Τελικά η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια και ο Μανιέρι κλείνεται στην απομόνωση, όπου για 10 χρόνια δεν έχει καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Η πρώτη του επαφή με άλλους ανθρώπους ήταν κατά τη μεταφορά του σε άλλη φυλακή, όπου συνάντησε μια ομάδα νεότερων πολιτικών κρατουμένων. Συζητώντας μαζί τους απογοητεύεται καθώς συνειδητοποιεί πόσο ξεπερασμένες θεωρούνται οι πεποιθήσεις του.

Έτσι, καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος προχωράει χωρίς εκείνον, αλλά και τη ματαιότητα του να υπερασπίζεται τα ιδανικά του, βάζει τέλος στη ζωή του.

“Αν συνεχίζουν πείτε μου κοιτώντας τη φωτιά,
οι άνθρωποι να κάθονται στις φτέρνες,
και αν οι ομορφότερες γυναίκες στα κρυφά,
κάτω από τη γλώσσα εκτρέφουν σμέρνες.
Πείτε μου, ακόμα, αν έρχεται στην άκρη του χωριού
ο λύκος του θανάτου τους χειμώνες,
που σαν κουνούσε την ουρά το γάλα έπηζε
στα τρομαγμένα στήθη απ’ τις λεχώνες.
Πείτε μου ακόμα αν έρχεται στην άκρη του χωριού.
Πείτε μου, μη βρέθηκε η σκάφη που, παλιά,
λουζόμουνα με ήλιο και με χιόνι
ή τα μαλλιά που φύλαξε απ’ την πρώτη μου κούρα
η μάνα που ακόμα ρούχα απλώνει.
Το πτυελοδοχείο του Μπακούνιν το χυτό,
συντρόφια, μήπως βρέθηκε και κείνο,
να φτύσω μέσα με οργή που οι νέες εποχές
με κάνουνε να μοιάζω με κρετίνο.”

 

.jpg

Στην ουσία η ταινία διαπραγματεύεται αυτό το αιώνιο δίλημμα της ένοπλης επαναστατικής δράσης ή της μαρξιστικής παιδείας.

Η ταινία αυτή έγινε η αφορμή για το τραγούδι “San Michele” του Θανάση Παπακωνσταντίνου που κυκλοφόρησε το 2011 στο δίσκο του “Ο ελάχιστος εαυτός”.

Ο Θανάσης λοιπόν γράφει το San Michele σε πρώτο πρόσωπο, προσπαθώντας  αρχικά να δώσει την ευκαιρία στον Μανιέρι να εκφράσει όλα αυτά που σκεφτόταν και δεν έκανε ποτέ και σε δεύτερη φάση αυτά που πιθανώς θα σκεφτόμασταν και οι ίδιοι στη θέση του.

μικελε

“Δε μ’ αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό, τα δάκρυά μου δεν σας λένε κάτι. Λοιπόν, διηγηθείτε μου τι έγινε εδώ να βρω ξανά του νήματος την άκρη”.

 

.jpg

 

 

Πηγή: itravelpoetry.com, frapress.gr, hardmusic