Αυτό το τραγούδι είναι μία ιστορία για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Το κομμάτι που συγκίνησε το Μάνο Χατζηδάκη.
Γράφτηκε για τον έρωτα που ένιωσε ο ίδιος ο Νίκος Παπάζογλου. Όλα ξεκίνησαν όταν το σπίτι του Νικόλα στη Θεσσαλονίκη καταστράφηκε από τον μεγάλο σεισμό του 1978. Η σύζυγός του και η νεογέννητη κόρη του πήγαν σε συγγενείς στην Αμερική, ενώ ο ίδιος βρέθηκε στο Πήλιο, αποδεχόμενος την πρόταση του φίλου του Διονύση Σαββόπουλου, μέχρι να επισκευαστεί το δικό τους σπίτι.
Εκεί γνώρισε μία εντυπωσιακή γυναίκα. Η ιστορία λέει πως δεν άντεξε άλλο το μαρτύριο ενός μοιραία ανικανοποίητου έρωτα και μια μέρα μπήκε στο αυτοκίνητό του αποφασισμένος να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη.
Στη διαδρομή, η μελαγχολία και οι σκέψεις του χτύπησαν κόκκινο… Προκειμένου να μην την ερωτευτεί και να χαλάσει το γάμο του, γύρισε εντέλει στη Θεσσαλονίκη και εκεί έγραψε τον “Αύγουστο”. Το τραγούδι, που ο ίδιος το αφιέρωσε στην γυναίκα που γνώρισε στο εξοχικό του Σαββόπουλου και στην -τότε- νεογέννητη κόρη του, συμπεριλήφθηκε στον πρώτο προσωπικό δίσκο του Έλληνα τραγουδοποιού, ‘Χαράτσι’.
Μα γιατί το τραγούδι να ‘ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ’ την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με ‘πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις
Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό
Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το ‘χει δει
Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό