Image result for αλκαιος αλκης
Ποίημα του Άλκη Αλκαίου
Μελοποίηση από Θάνο Μικρούτσικο


Το καραβάνι τρέχει μες τη σκόνη
Και την τρελλή σου κυνηγάει η σκιά.
Πώς να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι,
Πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά;
Αγάπη που σε λέγαν Αντιγόνη..

Ποια νυκτωδία το φως σου έχει πάρει
Και σε ποιον γαλαξία να σε βρω..
Εδώ είναι Αττική, φαιό νταμάρι
Κι εγώ ένα πεδίο βολής φθηνό,
Που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι.

Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις.
Τις ώρες που αγριεύει η βροχή.
Στη γη των Βισιγότθων αρμενίζεις
Και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί΄
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις.

Σκέπασε αλμύρα το γυμνό κορμί σου.
Σου ‘φερα απ’ τους Δελφούς γλυκό νερό.
Στα δύο, είπες, θα κοπεί η ζωή σου.
Και πριν προλάβω τρις να σ’ αρνηθώ,
Σκούριασε το κλειδί του παραδείσου.

Στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, η Αντιγόνη προσπαθεί να πείσει την αδελφή της Ισμήνη να θάψουν τον αδελφό τους Πολυνείκη, την ταφή του οποίου είχε απαγορέψει ο βασιλιάς των Θηβών Κρέων. Όμως η Ισμήνη, φοβούμενη τις απειλές του Κρέοντα, αρνείται. Στη σκηνή εμφανίζεται ο Κρέοντας, ο οποίος δηλώνει την απαγόρευση που εξέδωσε στην ταφή του Πολυνείκη. Την ίδια στιγμή ο φύλακας ανακοινώνει στον Κρέοντα, ότι κάποιος τόλμησε να παραβεί τις εντολές του. Αυτός εξαγριωμένος, διατάζει την εύρεση του παραβάτη.
Στη σκηνή εισέρχεται η Αντιγόνη, η οποία και συνομιλεί με τον Κρέοντα. Εκείνη απαντά χωρίς φόβο στις ερωτήσεις του. Λέει, πως προτίμησε να παραμείνει πιστή στους άγραφους νόμους, χωρίς να δείχνει τον παραμικρό φόβο στους παράλογους νόμους του Κρέοντα.
Τελικά αποφασίστηκε η Αντιγόνη να θανατωθεί, όμως εκείνη αυτοκτόνησε κρεμασμένη από το σεντόνι του κρεβατιού της. Μέχρι το τελευταίο λεπτό της ζωής της παρέμεινε άπιστη στους παράλογους νόμους (τα σχοινιά του ποιήματος) των ισχυρών και πιστή στους άγραφους ηθικούς κανόνες, που προστάζει η αδελφική αγάπη.
Το κεντρικό πρόσωπο του τραγουδιού είναι η Αντιγόνη του Σοφοκλή.

«Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη»
Το καραβάνι συμβολίζει την αιώνια ανθρωπότητα, η οποία αιωνίως προχωρά ακούραστα μέσα από αντίξοες συνθήκες και ίσψς έχοντας πάρει τον λάθος δρόμο. Ένα δρόμο γεμάτο σκόνη. Το καραβάνι λοιπόν (=η ανθρωπότητα) κυνηγά τη σκιά σου Αντιγόνη, τη σκιά της γενναίας σου στάσης μπροστά στην ψυχρή απειλή του θανάτου. Προσπαθεί ασυνείδητα να καταφέρει να αποκτήσει τη δική σου γενναιότητα και ηθική. Σε κυνηγά. Όμως παραμένεις σκιά!

«Πώς να ημερέψει ο νους μ’ ένα σεντόνι»;
Το σεντόνι προφανώς είναι εκείνο με το οποίο αυτοκτόνησε η Αντιγόνη. Συμβολίζει τον θάνατο, τον θάνατο της γενναιότητας, τον θάνατο της ηθικής, τον θάνατο της τόλμης. Όμως ο νους και η ψυχή του ανθρώπου πάντα – έστω και υποσυνείδητα – θα κυνηγά το ανώτερο επίπεδο, που εσύ μας δίδαξες Αντιγόνη!

[Σημείωση Δ: Ο θάνατος (σεντόνι) δεν ρίχνη στην λήθη την Αντιγόνη (δεν ημερεύει ο νους). Το όνομά της και μόνο εξακολουθεί να προκαλεί κραδασμούς. Δυστυχώς για τους εξουσιαστές η υποταγή δεν επέρχεται με τον θάνατο ενός ή και πολλών ανθρώπων. Μόνο με την λήθη]

«Πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά»;
Η Μεσόγειος συμβολίζει το απέραντο της γενναιότητας, το απέραντο και αμόλυντο της ανθρώπινης ψυχής. Πώς είναι δυνατόν αυτό το απέραντο να δεθεί με τα σχοινιά των ισχυρών; Πώς είναι δυνατόν οι απειλές του Κρέοντα να δέσουν το απέραντο της ψυχικής σου δύναμης Αντιγόνη;

«Αγάπη που σε λέγαν Αντιγόνη».
Η αγάπη σε όλες τις εκφάνσεις. Η αδελφική αγάπη, η αγάπη για την αρετή. Η αγάπη για την τόλμη και τα ιδανικά του ανθρώπου. Αυτό συμβολίζει η ΑΝΤΙΓΟΝΗ.

«Ποια νυκτωδία το φως σου έχει πάρει,
και σε ποιον γαλαξία να σε βρώ»..
Ποια μεγάλη και άσχημη σκιά έχει κρύψει το φως της γενναιότητας και της ηθικής σου, Αντιγόνη; Πού είσαι Αντιγόνη; Γιατί δεν μπορώ να σε δω; Γιατί χάθηκες; Γιατί εξαφανίσθηκες; Γιατί πέθανες; Σε ποιον γαλαξία να σε βρω; Γιατί χάθηκες από τον κόσμο μας Αντιγόνη;

«Εδώ είναι Αττική, φαιό νταμάρι»..
Εδώ είναι η Αττική του πολιτισμού, ενός πολιτισμού που χτίστηκε με το υπέρλαμπρό σου μάρμαρο. Εκείνο το νταμάρι, εκείνη η πηγή πολιτισμού και δόξας τώρα έχει χάσει την λάμψη του, το φως του, το κατάλευκο χρώμα του. Πλέον είναι γκρίζο, φαιό.

«Κι εγώ ένα πεδίο βολής φθηνό,
Που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι».
Εγώ, που είμαι ίσως ο μοναδικός που σε αναπολεί, Αντιγόνη, βρίσκομαι τώρα εδώ να βάλλομαι από τις άνανδρες σφαίρες των ξένων φαντάρων (οι ξένοι φαντάροι συμβολίζουν τους δουλοπρεπείς, αυτούς που εκτελούν εντολές), οι οποίοι μπήκαν στον κόσμο που έφτιαξες, Αντιγόνη, τον κατέστρεψαν και προσπαθούν να σβήσουν κάθε προσπάθεια να ξαναγεννηθείς, Αντιγόνη. Είναι ξένοι φαντάροι, μας τους έχουν επιβάλει οι έξωθεν ισχυροί.

Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις.
Τις ώρες που αγριεύει η βροχή.
Στη γη των Βισιγότθων αρμενίζεις
Και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί΄
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις.

Και πάλι διακρίνω μια λέξη κλειδί. Βησιγότθοι. Βασιλιάς σταθμός για την ιστορία του λαού αυτού ήταν ο Αλάριχος. Συνεχίζω με ιστορία:
Το 396 ο «μέγας» Θεοδόσιος στέλνει τον Γότθο στρατηγό Αλάριχο (χριστιανό αρειανικού δόγματος), να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδος με σκοπό να επιβάλει την νέα θρησκεία. Εδώ ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας αναλαμβάνει δράση’ κυριολεκτικά ισοπεδώνει στο πέρασμά του όλες τις ελληνικές πόλεις. Μόνο η Αθήνα ξέφυγε από την μανία του, γιατί διέθετε οχύρωση. Ιδιαίτερη σκληρότητα δείχνει σε ορισμένες πόλεις όπως η Σπάρτη, όπου οι ελάχιστοι άντρες που γλύτωσαν ήταν όσοι κατέφυγαν στον Ταǜγετο. Όλοι οι ναοί ισοπεδώνονται και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σφαγιάζεται (εκτός από τους ολιγάριθμους χριστιανούς). Κανένα άγαλμα δεν μένει όρθιο ή μη ακρωτηριασμένο, αφού μέσα στα αγάλματα κατοικούν δαιμόνια κατά την άποψη του αφελούς όχλου, που ακολουθούσε τον Αλάριχο.
Η διετής περίπου παρουσία του μόνο ερείπια αφήνει και μία Ελλάδα άδεια στην πραγματικότητα από κατοίκους. Όσοι απέμειναν αναγκάστηκαν να δηλώσουν χριστιανοί και φυσικά ούτε για αστείο δεν αυτοαποκαλούντο «Έλληνες», πράξη η οποία ετιμωρείτο με θάνατο.

Ξαναγράφω τους στίχους:

Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις.
Τις ώρες που αγριεύει η βροχή.
Στη γη των Βισιγότθων αρμενίζεις
Και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί΄
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις.

Έλληνα, με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις, πας μπροστά και πάλι πίσω..
Τις ώρες που αγριεύει η βροχή, προτιμάς τα εύκολα και απολαμβάνεις τα πλούτη των «Βησιγότθων», όπου οι κρεμαστοί κήποι, τα πλούτη, η άνεση, η καλοπέραση σε κερδίζουν. Όμως έτσι σιγοπριονίζεις τα φτερά σου!

Σκέπασε αλμύρα το γυμνό κορμί σου.
Σου ‘φερα απ’ τους Δελφούς γλυκό νερό.
Στα δύο, είπες, θα κοπεί η ζωή σου.
Και πριν προλάβω τρις να σ’ αρνηθώ,
Σκούριασε το κλειδί του παραδείσου.

Το κορμί σου είναι πλέον γυμνό. Η θάλασσα που νόμιζες ότι θα σου προσφέρει τα πάντα, τελικά σε κατέστρεψε, σχεδόν σε έπνιξε. Ακόμη φέρεις πάνω σου τα σημάδια της, την αλμύρα της. Έχεις παραδοθεί στους εισβολείς, έχεις προδώσει τα ιερά και έχεις απογυμνωθεί. Σου έφερα από τους Δελφούς γλυκό νερό, το φως του Απόλλωνα. Μόλις το αντίκρυσες, δάκρυσες, μετάνιωσες και είπες πως δεν τη θέλεις τη ζωή. Είμαι ένας προδότης είπες… Και πριν προλάβω να σε μεταπείσω, είχες πεθάνει από το βάρος των πράξεών σου.

Πηγή: Περιοδικό ΔΑΥΛΟΣ τεύχος 303 ΙΟΥΝΙΟΣ 2007, σελίδα 21081, άρθρο του Θεόδωρου Δραγώνα